- ἔνυπνος
- ἔνυπνοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένυπνος — ἔνυπνος, ον (Α) ενύπνιος, αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἐνύπνω — ἔνυπνος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔνυπνος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐνυπνόω sleep on pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐνυπνόω sleep on imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνυπνον — ἔνυπνος masc/fem acc sg ἔνυπνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek